- ἁλικρήπις
- ἁλι-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,A at the sea's edge, Nonn.D.1.289.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλικρήπις — ἁλικρήπις ( ιδος), ο, η (Α) αυτός που έχει τα θεμέλιά του στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρηπὶς «θεμέλιο»] … Dictionary of Greek
ἁλικρήπιδα — ἁλικρήπις at the sea s edge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλικρήπιδος — ἁλικρήπις at the sea s edge fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)